Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρίασι — θρίασις poetic rapture. fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάσιος — ία, ον, Α ο κάτοικος τής Φυλής τής Αττικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φυλή + κατάλ. ᾱσιος, μέσω μιας τοπικής Φυλᾶσι (πρβλ. θριάσιος: θριᾶσι)] … Dictionary of Greek